Ο καθηγητής του ΕΜΠ και πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, Νίκος Ουζούνογλου, φωτίζει ξεχασμένες από πολλούς πτυχές της κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αναρωτιέται κανείς σε ποιον βαθμό θα ήταν δυνατή η προσέγγιση σε τόσο βάθος χρόνου των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τον ομότιμο καθηγητή στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Νίκο Ουζούνογλου σε περίπτωση που δεν είχε γεννηθεί στη Χαλκηδόνα της Κωνσταντινούπολης το 1951. Αλλά και αν δεν είχε ολοκληρωθεί ο κύκλος των σπουδών του ξεκινώντας από το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Χαλκηδόνος και συνεχίζοντας στο Ζωγράφειο Γυμνάσιο του Πέρα και στο Κρατικό Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης απ' όπου αποφοίτησε με άριστα το 1973. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι σπάνια το στοιχείο της αγάπης μπορεί να συνδυαστεί με μια αντικειμενική κρίση, στην περίπτωση όμως του φιλοξενούμενου καθηγητή ο συνδυασμός τους βοηθάει να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα και πληρέστερα το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της πάγιας κακοδαιμονίας του.
Είναι γνωστό ότι ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης έφθινε συνεχώς καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα με αποτέλεσμα σήμερα να κινδυνεύει με ολική εξαφάνιση. Πιστεύετε ως πρόεδρος της Oικουμενικής Oμοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών (Οι.Ομ.Κω.) ότι η πορεία αυτή είναι αναστρέψιμη και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να δούμε μια αναγέννηση του ελληνικού στοιχείου της Πόλης;
Η αιτία της πολύ μεγάλης μείωσης του πληθυσμού του Ελληνισμού της Πόλης οφείλεται στη σταθερή πολιτική του αφανισμού που εξάσκησαν οι εξουσίες του νεοτουρκικού καθεστώτος (1908-1919) και το κεμαλικό καθεστώς που διοίκησε κατά κύριο λόγο την Τουρκία (1920-2002). Ο κύριος λόγος της ύπαρξης της Οι.Ομ.Κω. είναι ακριβώς να αποτραπεί ο κίνδυνος αυτός. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα συμβεί αυτό, πρώτον διότι στη μακραίωνη ιστορική της πορεία η Ρωμιοσύνη της Πόλης αρκετές φορές είχε σχεδόν εξαφανιστεί αλλά πάντα «ανασταινόταν» χάρη στη θρησκευτική της παράδοση με τη μέριμνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Ας θυμηθούμε το 1453 που σχεδόν κανένας δεν είχε μείνει στις 30 Μαΐου 1453 αλλά και την περίοδο 1821-1830. Το 1454 το Οικουμενικό Πατριαρχείο ίδρυσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το 1831 την Εμπορική Σχολή στη νήσο Χάλκη. Μετά από 10 χρόνια περίπου, ίδρυσε στο ίδιο νησί τη Θεολογική Σχολή. Η σειρά αυτή δείχνει την παντοτινή σοφία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χάρη στην οικονομική και επιστημονική του δράση ο Ελληνισμός της καθ' ημάς Ανατολής μεγαλούργησε στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Η Οι.Ομ.Κω. έχει καταρτίσει σχέδιο επαναπατρισμού νέας γενιάς Κωνσταντινουπολιτών με συγκεκριμένο πρόγραμμα που βρίσκεται στη φάση της υλοποίησης. Αυτή είναι πρώτα από όλα η θέση μας προς τη σημερινή ηγεσία της Τουρκίας που στο πρόσφατο παρελθόν έχει αναγνωρίσει ότι οι Ρωμιοί εκδιώχθηκαν από τις προκάτοχες κυβερνήσεις της Τουρκίας. Ο αγώνας της Οι.Ομ.Κω., ως μέλος ΜΚΟ του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών, μεριμνά μέσα στο πλαίσιο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να ισχυροποιηθεί η αρχή τα κράτη θύτες να έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε μέτρα επανόρθωσης των παραβιάσεων που έχουν διαπράξει στο παρελθόν.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι οι μαζικής κλίμακας διωγμοί που υπέστη ο Ελληνισμός της Ανατολής από το νεοτουρκικό καθεστώς με αρχή το έτος 1908, οφειλόταν στην αντίληψη του κοινωνικού δαρβινισμού - ως εφαρμογή του δυτικογενούς θετικισμού - που στηριζόταν στην αρχή ότι αφού μια εθνότητα δεν δέχεται να απεμπολήσει την ταυτότητά της έπρεπε να εκριζωθεί και να αφανισθεί. Οι διωγμοί που υπέστη ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης δεν είχαν σχέση με τις ελληνοτουρκικές διαφορές αλλά ήταν διωκτικά μέτρα που σχεδιάζονταν τουλάχιστον μία δεκαετία πριν και ετίθεντο σε εφαρμογή την κατάλληλη στιγμή. Ακόμα πολλές φορές οι άριστες σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών δεν εμπόδιζαν τις κυβερνήσεις της Τουρκίας να εφαρμόσουν πολύ σκληρά μέτρα κατά Ελλήνων της Πόλης και των μαρτυρικών νησιών της Ιμβρου και Τενέδου. Η κατανόηση της παρατήρησης αυτής είναι σημαντική για την εκτίμηση των στυγνών διωγμών που υπέστη ο Ελληνισμός της Πόλης καθ' όλη της διάρκεια του 20ού αιώνα από τις κυβερνήσεις της Τουρκίας.
Μόλις πρόσφατα ανακοινώθηκε και υλοποιήθηκε η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Ως ένας απλός Ρωμιός που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη πως αισθάνεστε με την εξέλιξη αυτή; Υπάρχουν ενέργειες που θα μπορούσαν να γίνουν είτε σε ελληνικό είτε σε παγκόσμιο επίπεδο για να ανατραπεί το συντομότερο δυνατόν η εξέλιξη αυτή;
Το ζήτημα αυτό έχει βάθος 200 χρόνων και έχει σχέση με τη σύγκρουση δύο κόσμων σε πολιτικό επίπεδο μέσα στην Τουρκία. Η μετατροπή από τέμενος σε μουσείο της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως είχε γίνει από το «σεκουλαριστικό» καθεστώς του Μ. Κεμάλ Ατατούρκ επειδή ήθελε η Τουρκία να αναθεωρήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης για θέματα κυριαρχίας στα Στενά που ακόμα και σήμερα έχουν σπουδαία σημασία και επομένως ήταν μια πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Από το 1969 που για πρώτη φορά το Ισλάμ εκφράστηκε ανοικτά πολιτικά, μετά από μια περίοδο περίπου 50 ετών καταπίεσης, όρισε ως κεντρικό σύνθημα την επαναφορά της Αγίας Σοφίας σε τέμενος για δύο λόγους: (α) αποτελούσε μια σχετική «ανώδυνη» αντιπολιτευτική έκφραση κατά του κεμαλισμού και (β) συσπείρωνε ψηφοφόρους. Εκείνο που είναι το πλέον ανησυχητικό είναι οι φρασεολογίες και οι συμβολισμοί που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη μετατροπή αυτή, όπως η δήλωση αρχηγού του Εθνικιστικού Κόμματος Ντεβλέτ Μπαχτσελί περί ανάγκης «κοσκινίσματος των υπολοίπων του Βυζαντίου» αλλά και η επίκληση του δικαιώματος «της κατάκτησης και του ξίφους» από τον προέδρο Θρησκευτικών Υποθέσεων Αλί Ερμπάς.
Ως Οι.Ομ.Κω. είχαμε προβεί σε ενέργειες από το 2015 προς την UNESCO, αλλά και τον Οργανισμό Συμμαχίας των Πολιτισμών που επίσης ανήκει στον ΟΗΕ. Αν οι ενέργειες ήταν συντονισμένες από την Ελληνική Πολιτεία, αλλά και την ΕΕ όταν άρχισε η μετατροπή από την Αγία Σοφία της Νίκαιας και συνεχίστηκε σε Τραπεζούντα, Αίνο και Βιζύη θα μπορούσε ίσως να είχαμε διαφορετική εξέλιξη.
Βεβαίως για όλους τους Ελληνες το ζήτημα ενέχει μεγάλο βάρος συναισθηματικό. Ομως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ψυχραιμία και χωρίς να ξεχνάμε την Ιστορία, πως από το 1453 δεν είχαμε με την πραγματική έννοια πρόσβαση στην Αγία Σοφία.
Τις τελευταίες βδομάδες ζήσαμε για άλλη μια φορά μία από τις πιο σοβαρές ελληνοτουρκικές κρίσεις. Με βάση τη μακροχρόνια εμπειρία σας πάνω στις σχέσεις των δύο λαών υπάρχει δυνατότητα οι δύο χώρες να έρθουν σε κάποιου είδους συνεννόηση για να επικρατήσει μια μακροχρόνια ειρηνική συνύπαρξη στην περιοχή;
Αν μιλήσουμε στο επίπεδο των δύο λαών δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι και στις δύο πλευρές υπάρχουν φιλικά αισθήματα μεταξύ τους. Η σκιά του Ελληνισμού σε όλη τη Μικρά Ασία είναι έντονη και ορατή ως μια θετική αύρα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη σημερινή Ελλάδα το 70% του πληθυσμού έχει ως καταγωγή ένα μέρος του από την Ανατολή. Ομως το θετικό αυτό υπόβαθρο για ειρήνη και φιλία εμποδίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις επιλογές των ηγεσιών της Τουρκίας που ζει μια μακρόχρονη κρίση ταυτότητας. Το κεμαλικό καθεστώς ήταν υποτίθεται φιλοδυτικό αλλά επρόκειτο για μια δικτατορία στρατιωτικών και γραφειοκρατών (1923-1950) που συνεχίστηκε με συνεχείς παρεμβάσεις του στρατού και με λειτουργία του κράτους που οι νόμοι εφαρμόζονται κατά το δοκούν. Η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται από την αποτυχία του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας που ξεκίνησε το 1963 και σήμερα είναι σε τέλμα. Η διαδικασία αδυναμίας εγκαθίδρυσης ενός κράτους νόμων σχετίζεται πάρα πολύ με την παραποίηση της Ιστορίας από το επίσημο κράτος τόσο στην κεμαλική περίοδο όσο και σήμερα που γίνεται μια προσπάθεια επιστροφής στην οθωμανική περίοδο.
Η εμπειρία των δύο ελληνοτουρκικών προσεγγίσεων (1930-40) και (1946-54) έδειξε ότι δεν υπήρχε ειλικρίνεια από πλευράς της Τουρκίας. Ενώ και στις δύο περιόδους υπήρχαν εγκάρδιες σχέσεις, διαπιστώνουμε ότι σχεδιάζοταν πάρα πολλά διωκτικά μέτρα κατά της ελληνικής μειονότητας που είχε παραμείνει στην Τουρκία. Σε αντίθεση με τον ελληνικό λαό που δεν ακολουθεί τυφλά τις ηγεσίες του, στην Τουρκία υπάρχει μια ισχυρή παράδοση αφοσίωσης προς την κρατική εξουσία με αποτέλεσμα τον εύκολο φανατισμό σημαντικού τμήματος του λαού. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα την περίοδο 1954-2000 όταν η μαζική προπαγάνδα κατά του Ελληνισμού είχε επιρροή στον λαό και εξυπηρέτησε το σχέδιο αφανισμού της ελληνικής μειονότητας που έμεινε στην Τουρκία μετά το 1923.
Δεύτερος σημαντικός παράγοντας που καθόρισε και καθορίζει και σήμερα τις σχέσεις των δύο κρατών είναι τα συμφέροντα των μεγάλων κρατών σε μια περιοχή που για πολλούς αιώνες αποτελεί το πεδίο γεωπολιτικών συγκρούσεων. Για μεγάλη διάρκεια ο παράγοντας που επηρέασε τα πράγματα ήταν η Βρετανική Αυτοκρατορία, χωρίς να μπορούν να αγνοηθούν και οι άλλες δυνάμεις όπως η Γαλλία που διαχρονικά είχε πάντοτε πολύ μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία. Η μυστική συμφωνία του 1916 Sky-Picot Βρετανίας - Γαλλίας για διαμοιρασμό της Μέσης Ανατολής, μετά το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα του Ελληνισμού, ενώ η Βρετανία παίζοντας παράλληλη διπλή πολιτική από τον Μάιο του 1919 υπήρξε ο μεγάλος κερδισμένος στις μετέπειτα εξελίξεις χωρίς να υπολογίζει τον αφανισμό του Ελληνισμού της Ανατολής. Μετά το 1950 τον ρόλο του ρυθμιστή των πραγμάτων ανέλαβαν οι ΗΠΑ μέσα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Οι σημερινές σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το κυπριακό ζήτημα, που υπήρξε γέννημα και θρέμμα της βρετανικής πολιτικής προκειμένου να κρατήσει την κυριαρχία της στο έδαφος της Κύπρου, που και τελικά το επέτυχε με την πατροπαράδοτή πολιτική τού «διαίρει και βασίλευε». Δεν υπάρχει αμφιβολία αν τα δύο κράτη ήταν σε θέση να θέσουν το ζήτημα του καθεστώτος των δύο βρετανικών «sovereign - κυρίαρχων» βάσεων το Κυπριακό θα λυνόταν.
Οι εξελίξεις στη Συρία και γενικότερα σε πολλές χώρες της ευρύτερης περιοχής μας δείχνουν το πόσο ευαίσθητη μένει η περιοχή μας και επομένως τα ισχυρά κράτη που πάντα ενεργούν με βάση τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους δεν έχουν καμιά αναστολή να αιματοκυλήσουν λαούς.
Είναι γνωστό ιστορικά ότι ο Ελληνισμός της Πόλης έπαιξε μετά την Αλωση κρίσιμο ρόλο στην εδραίωση και στην οικονομική ανάπτυξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του μετέπειτα νέου τουρκικού κράτους. Παρ' όλ' αυτά η συμβολή του αυτή όχι μόνο δεν αναγνωρίστηκε αλλά τουναντίον υπέστη ανείπωτες διώξεις. Υπάρχει κάποια εξήγηση για τη συμπεριφορά αυτή του τουρκικού κράτους απέναντι στο πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας στην Τουρκία;
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι ο Ελληνισμός της Ανατολής, κυρίως μαζί με τους Αρμενίους, ιδιαίτερα στη διάρκεια των ετών 1840-1910, μια χώρα που βρισκόταν στον μεσαίωνα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη μετέτρεψε σε μια χώρα που αναπτυσσόταν γοργά και παρήγε ευμάρεια, παιδεία και πολιτισμό. Ομως σε αυτή την πρόοδο ήταν αντίθετοι τόσο ο πυρήνας της εξουσίας που ήθελε να συνεχίζει το καθεστώς της υποταγής των μη-μουσουλμάνων με το να είναι πολίτες β' κατηγορίας, αλλά και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που έβλεπαν ως κύρια απειλή την πιθανότητα της επικράτησης του Ελληνισμού. Ιδιαίτερα ο ρόλος της Γερμανίας στη διάρκεια 1909-1919 υπήρξε εξαιρετικά αρνητικός για τον Ελληνισμό.
Η αιτία της άρνησης της μεγάλης θετικής συμβολής του Ελληνισμού στην καθ' ημάς Ανατολή οφείλεται πρωτίστως στην εθνικιστική - ρατσιστική πολιτική που ακολούθησε το κράτος της Τουρκίας όπως σας έχω αναφέρει, αλλά και την παραχάραξη της Ιστορίας από τις εθνικιστικές πολιτικές.
Ως Οι.Ομ.Κω. οργανώσαμε τον Νοέμβριο του 2018 μια Εκθεση και ομιλίες στην Αγκυρα υπό τον τίτλο «Οι πολλαπλές συμβολές των Ρωμιών κατά την Οθωμανική και Ρεπουμπλικανική Περίοδο». Η προσπάθεια αυτή είχε μεγάλη απήχηση κυρίως στους νέους που διψούν να μάθουν την αλήθεια. Παρουσιάστηκαν οι τομείς της οικονομίας, της αρχιτεκτονικής, της ιατρικής, της βιομηχανίας, καθώς και διαφόρων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και συλλόγων. Μεγάλη εντύπωση προκάλεσαν οι ομιλίες για τον ιατρό ιδρυτή της Ερυθράς Ημισελήνου Μάρκο Πιτσιπό Πασά, για την Αυτοκρατορική Ιατρική Σχολή που το 70% ήταν Ελληνες οι καθηγητές και οι έλληνες αγωνιστές δημοσιογράφοι για την ίδρυση ενός κράτους ισοπολιτείας. Η Εκθεση αυτή δεν έγινε δυνατό ακόμα να οργανωθεί στην Ελλάδα.